Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

ΘΥΜΑΜΑΙ ΚΑΠΟΙΑ ΧΡΙΣΤΟΎΓΕΝΝΑ…….

Πάντα όταν πλησιάζουν οι γιορτινές ημέρες όλοι μας κάνουμε μια αναδρομή στις αναμνήσεις μας. Συνήθως αυτό είναι προνόμιο των μεγαλυτέρων που έχουν ζήσει περισσότερα χρόνια άλλοτε καλά, όμορφα, άλλοτε δύσκολα ανάλογα με την εποχή.
Είναι παραμονές Χριστουγέννων οι ετοιμασίες στο σπίτι έχουν ξεκινήσει. Η γιαγιά μαζί με την μητέρα έχουν από μέρες βαλθεί να φτιάχνουν μυρωδάτα μελομακάρονα και λαχταριστούς κουραμπιέδες με φρέσκο βούτυρο που μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά. Οι λαμαρίνες πηγαινοέρχονταν στο φούρνο.
Στο σαλόνι του σπιτιού είχε πάρει θέση σαν νυφούλα στολισμένη το χριστουγεννιάτικο δέντρο με τα λαμπιόνια, πολύχρωμα, να αναβοσβήνουν και να κάνουν τις ασημένιες μπάλες του να λάμπουν σαν αστέρια φωτεινά. Κάτω στην βάση του ακουμπισμένα κουτιά με γυαλιστερό περιτύλιγμα και τεράστιους φιόγκους.
Τα δώρα για όλη την οικογένεια.
Αύριο ξημέρωνε παραμονή μαζί με την μικρότερη αδερφή μου, είχαμε ετοιμάσει τα τρίγωνά μας. Θα ξυπνούσαμε πρωί -πρωί να πάμε να πούμε τα κάλαντα. Θέλαμε να μαζέψουμε ένα καλό χρηματικό ποσό για να πάρουμε όμορφα δώρα στην μητέρα, στην γιαγιά και στον πατέρα.
Όλη την νύχτα δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Φοβόμουν μην τύχει και με πάρει ο ύπνος. Έπρεπε να σηκωθούμε νωρίς να είμαστε από τους πρώτους που θα χτυπούσαν τις πόρτες των γειτόνων. Είχα μάθει από άλλες χρονιές ότι αυτοί που έφταναν πρώτοι έπαιρναν και τα περισσότερα.
- Έλα σήκω! φώναξα στην αδερφή μου μόλις είδα το πρώτο φως της ημέρας.
Εκείνη μικρότερη δεν είχε την δική μου ανησυχία αναγκάστηκα να της τραβήξω τις κουβέρτες.
Η μητέρα, μας ετοίμασε πρωινό, τις δώσαμε από ένα φιλάκι και φύγαμε.
-Να προσέχετε, μας φώναξε φεύγοντας
Ήταν μια χειμωνιάτικη ημέρα και έκανε τσουχτερό κρύο είχαμε φορέσει τους σκούφους μας , από ένα ζευγάρι μάλλινα γάντια και εγώ τις καινούργιες μου γαλότσες χρώμα κόκκινο θυμάμαι. Μου τις είχαν πάρει λίγο μεγάλες για να τις έχω και του χρόνου.
«μεγαλώνει γρήγορα το πόδι στα παιδιά» έλεγε η γιαγιά
Εμένα με δυσκόλευαν όμως να περπατήσω αλλά τι να έκανα…..
Αρχίσαμε να χτυπάμε ένα- ένα τα ρόπτρα ( τα μπρούτζινα χεράκια που είχαν για κουδούνι) της γειτονιάς ντονγκ- ντονγκ
-να τα πούμε;
-Να τα πείτε.. μας απαντούσαν με χαμόγελο οι γειτόνισσες.
« Καλήν ημέρα άρχοντες αν είναι ορισμός σας
Χριστού την θεία γέννηση να μπω στ αρχοντικό σας…..»
Κανείς δεν μας έλεγε όχι. Παίρναμε το διφραγκάκι μας, την δραχμούλα μας, που και που και κανένα ταλληράκι. Εγώ σαν μεγαλύτερη ήμουν και ο ταμίας. Μου είχε δέσει η γιαγιά μια τσεπούλα σαν ποδίτσα μπροστά στο παλτό μου (δική της πατέντα, γιατί έλεγε δεν θα μπορώ με τα γάντια να βάζω τα λεφτά στην τσέπη του παλτού) και έριχνα μέσα όλα τα κέρματα που μου έδιναν.
Είχε σχεδόν μεσημεριάσει όταν πήραμε τον δρόμο του γυρισμού. Η τσεπούλα εμπρός μου είχε γεμίσει σχεδόν ήμουνα πολύ χαρούμενη.
-Να πάρουμε ένα κουλούρι; Πεινάω! Μου είπε η αδερφή μου
-όχι! Απάντησα άγρια δεν θα χαλάσουμε ούτε πενηνταράκι. Θα τα πάμε στο σπίτι.
-εγώ θέλω ένα κουλούρι ξανάπε κλαψουρίζοντας και προσπάθησε να με αρπάξει από το μανίκι.
Γύρισα απότομα και έκανα να τρέξω. Και τότε….. η καταραμένη κόκκινη τεράστια γαλότσα μου μπλέχτηκε με τη άλλη και βρέθηκα φαρδιά πλατιά στο κατηφορικό έδαφος δίπλα στην σκάρα του υπονόμου. Γκινγκ γκλινγκ γλινγκ άρχισαν να κατρακυλούν από την τσέπη τα κέρματα και να πέφτουν μέσα. Εγώ είχα μείνει να τα κοιτώ με μάτια γουρλωμένα χωρίς να μπορώ να κάνω απολύτως τίποτα. Τα μισά και περισσότερα έκαναν βουτιά στον υπόνομο.
Αυτά τα Χριστούγεννα έχουν μείνει χαραγμένα στην μνήμη μου. Κάθε τέτοιες μέρες τα θυμόμαστε με την αδερφή μου και γελάμε με το κλάμα που είχα κάνει τότε ( σχήμα οξύμωρο) και φυσικά δεν ξαναφόρεσα ποτέ γαλότσες στην ζωή μου!
Είμαι σίγουρη ότι όλοι θα έχετε μια κάποια ιστορία που θα φέρνετε στην μνήμη σας αυτές τις ημέρες και που θα σας χαρίζει ένα χαμόγελο ανάμνησης στα χείλη!!!
Καλές γιορτές κι ευτυχισμένα Χριστούγεννα!!!!

χριστουγεννιατικη χιουμοριστιοκή ιστορια( Ηρακλακης ο γκαντέμης)

ΗΡΑΚΛΑΚΗΣ Ο ΓΚΑΝΤΕΜΗΣ

Ο Ηρακλής σηκώθηκε αργά -αργά μετά από τον απογευματινό υπνάκο του τέντωσε την μέση και τα χέρια του και τράβηξε κατά το μπάνιο.
-Ευγενία!!! Φώναξε την γυναίκα του, καφεδάκι δεν θα πιούμε;
Καμία απάντηση. Ξαναφώναξε
-Ευγενία, Τασούλη, Πόπη!!!!
Η ησυχία βασίλευε παντού μέσα στο σπίτι. Τράβηξε κατά κουζίνα μεριά παίρνοντας απόφαση ότι το καφεδάκι θα το έφτιαχνε μόνος του.
Επάνω στο τραπέζι δίπλα στα φρεσκοψημένα μελομακάρονα και τους χιονισμένους κουραμπιέδες που είχε ετοιμάσει με τα χεράκια της η Ευγενούλα, υπήρχε ένα σημείωμα
« Αγάπη μου πάμε με τα παιδιά στα μαγαζιά να ψωνίσουμε τα δώρα. Δεν θα αργήσουμε»
Ωραία σκέφτηκε ο Ηρακλής ανακατεύοντας τον καφέ του, ας στολίσω κι εγώ το χριστουγεννιάτικο δέντρο μας να τους κάνω έκπληξη.
Γεμάτος χαρά για την ωραία ιδέα του κατέβηκε στην αποθήκη κα άρχισε να ανεβάζει λίγα- λίγα τα στολίδια και το μεγάλο έλατο που τους είχε αγοράσει πέρυσι και τα παιδιά είχαν ενθουσιαστεί που έφτανε μέχρι το ταβάνι
Ξεκίνησε να στήνει τα κλαριά του, να κρεμάει τις πολύχρωμες μπάλες, τους φιόγκους, τα αγγελάκια, το αστέρι στην κορυφή, την πάχνη , το χιόνι, την φάτνη…. Μια νυφούλα το έκανε ο Ηρακλής !!! Πήγε λίγο πιο μακριά το καμάρωσε, έκανε και τις απαιτούμενες διορθώσεις και άρχισε να περνάει τα λαμπιόνια, τα άσπρα, τα πολύχρωμα που αναβοσβήνουν και τις κίτρινες μαργαρίτες που είχε από την εποχή που ήταν μαθητής και τις στόλιζε η δική του η μαμά στο δεντράκι τους.
-Όλα έτοιμα !!! είπε ενθουσιασμένος ας το ανάψουμε….και έβαλε το καλώδιο στην πρίζα…… Η πόρτα άνοιξε εκείνη την στιγμή και όρμησαν τα παιδιά
-Μαμά, μαμά κοίτα ο μπαμπάς έφτιαξε ένα δέντρο που κουνιέται μόνο του…… φώναξε ο μικρός Τάσος.
-χμ! και τι μυρωδιές, είπε η μαμά. Αγάπη μου,Ηρακλάκη μου, τι ψήνεις;
Ο Ηρακλής εμφανίστηκε πίσω από το δέντρο με το ίσιο του μαλλάκι άφρο look και με βλέμμα απλωμένο στο βαθύ απέραντο κενό. Τρικλίζοντας σωριάστηκε σε μια πολυθρόνα.
Καλά Χριστούγεννα!!! Ψιθύρισε!!!!

foto santa Klaus dora


xo xo xo !!!!!happy new year.....

http://www.musicwave.gr/el/members/member_info.asp?cat_id=3&id=5523

http://www.musicwave.gr/el/members/member_info.asp?cat_id=3&id=5523

Κυριακή 21 Ιουνίου 2009


ΤΟ ΜΥΑΛΟ ΠΙΣΩΓΥΡΊΖΕΙ


Στων αναμνήσεων τη βρύση
Σκύβω για να πιώ νερό
Με τις χούφτες μου ανοιγμένες
Το ρουφώ μα είν’ γλυφό

Μιαν αντάρα αντραλίζει
Τα κρυμμένα φυλλοκάρδια
Στο κρεβάτι όταν γείρω
Κι αξημέρωτα τα βράδια

Τι έχω αφήσει αναρωτιέμαι
Πίσω όλα αυτά τα χρόνια
Τι έχω πάρει τι έχω δώσει
Μ’ άγγιξαν τα πρώτα χιόνια

Κι όμως η καρδιά παιδούλα
Μες τα στήθη μου χτυπάει
Στις ζωής τις ανηφόρες
Έμαθε να αγαπάει

Την συγνώμη να χαρίζει
Να ξεφεύγει από τα πάθη
Ίσως και ν’ αναγνωρίζει
Πόσα έχει κάνει λάθη

Το μυαλό πισωγυρίζει
Κάνει απολογισμό
Αχ! Και η ζωή αλήθεια
Να ‘χε πάλι γυρισμό….

η εξουσία της ψυχής( αφιερωμένο στους ποιητές)

Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ

Είναι στιγμές που σ αγκαλιάζει η μοναξιά
Είναι στιγμές που νιώθεις τόσο μόνος
Είναι στιγμές που απλώνεται η σιωπή
Και που την πέννα σου κρατά σφιχτά ο πόνος

Και γράφεις, γράφεις ατελείωτα, βουβά
Και ξεδιπλώνεις την ψυχή σου σε μια κόλλα
Γεμίζεις χρώμα ένα άγραφο χαρτί
Το κάνεις φίλο σου, τα καταθέτεις όλα

Αυτά που κόμπος στο λαιμό έχουν καθίσει
Τα σ’ αγαπώ, τα δάκρυα που από τα μάτια στάζουν
Μια κραυγή, ένα λυγμό που έχεις φυλακίσει
Όλα τα ατέλειωτα «γιατί» που σε τρομάζουν

Δεν είσαι συ τούτη την ώρα, μη νομίζεις
Είν’ η ψυχή σου που μιλά και καταγράφει
Το παραπέτο μιας ζωής πεζής ξεσχίζει
Έχει εξουσία, αντ’ εσού και υπογράφει.


ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

Ο Σεπτέμβρης μια γλυκιά ανατριχίλα
Καθώς πέφτουν απ τον βοριά τα φύλλα
Και ένα κίτρινο χαλί
Ειν’ η νοτισμένη γη

Μίκρυναν οι ώρες πια της μέρας
Παγωμένα σ αγκαλιάζει ο αγέρας
Ώρα σου καλή ηλιάτορα
Του καλοκαιριού αυτοκράτορα!

Λίγες πινελιές σε γκρίζο φόντο
Κι η ψυχή με την βροχή primo secondo
Θα βαδίσουνε πιασμένες χέρι- χέρι
Ως της Άνοιξης τ’ αγέρι
ΚΑΜΙΑ ΦΟΡΑ ΟΙ ΦΙΛΟΙ….
Καμιά φορά οι φίλοι,
Μια πίκρα σου αφήνουνε στα χείλη
Κι ενώ επίστευες πως θα ‘διναν κομμάτι
Όπως εσύ, απ την ψυχή τους κάτι,
Σφίγγεις τα δόντια, ψιθυρίζεις
«δεν πειράζει…»
Όμως στο μέσα σου
Κάτι αλλάζει!!!!
Αυτό το κάτι, ίσως το λένε μοναξιά
Και τ’ αντικρίζεις στον σπασμένο σου καθρέφτη
Αυτόν που κρύβει των ματιών σου η θωριά
Και που θα ήθελες να τον φωνάξεις… « ψεύτη»!!!
ΜΕΙΝΑΜ’ ΟΙ ΔΥΟ ΜΑΣ

Μείναμ’ οι δυο μας σαν τα ξερόκλαδα σε γέρικο δεντρί
Και περιμένουμε….Τι περιμένουμε;
Α! Ναι, τον καβαλάρη πότε θα ‘ρθει να μας βρει!
……………….
Αχ! Νιαρούδια όταν ήμασταν τι ξενοιασιά, τι γέλια
Τώρα… τα όνειρα κρέμονται με ξέφτια σαν κουρέλια
Στου δειλινού την καταχνιά χαθήκανε οι φίλοι
Άλλους τους τράβηξε η ζωή
Σ άλλους αγαπημένους μας ανάβουμε καντήλι
…………..
Κρατάς το χέρι μου σφιχτά κρατάω το δικό σου
Κοιτάζεις τ’ άσπρα μου μαλλιά κοιτώ το πρόσωπό σου
Τον χρόνο βλέπω που περνά στην κάθε μας ρυτίδα
Και στο θολό το βλέμμα μας την άσβεστη ελπίδα,
να κρέμεται σαν τον σοβά στον μαδημένο τοίχο
Και της καρδιάς αδύναμο ν’ ακούμε κάθε ήχο.
………….
Η ευτυχία όμως θαρρώ, παρέμεινε κοντά μας
Μπρός! Το ποτήρι σήκωσε ας πιούμε στην υγειά μας!!!
ΠΡΙΝ ΝΥΧΤΩΣΕΙ….
Πριν νυχτώσει σου στέλνω
Μια αγκαλιά να σε κλείσει
Πριν ο ήλιος βουτήξει
Και χαθεί μες την δύση
Πριν τα βλέφαρα γείρουν
Και τα μάτια θαμπώσουν
Πριν τα χείλη σωπάσουν
Κι αισθήσεις νεκρώσουν

τώρα ! πρέπει σου λέω
που τα μπράτσα αντέχουν
που τα βράδια σε σφίγγουν
και προσκέφαλο έχω
τα δικά σου τα χέρια
Αν ακούς την φωνή
της καρδιά, ψιθυρίζει
Σ αγαπώ!!!!
και η σκέψη γυρίζει
σε στιγμές ευτυχίας
Κάνω όνειρα ακόμα
Τα ποτίζω με χρώμα
Τα χαϊδεύω μ αγάπη
Και τους κλείνω το μάτι
Δεν θ’ αφήσω το χρόνο
Πειρατής να μας γίνει
Και να κλέψει, καρδιά μου
Ότι έχει απομείνει!

Δευτέρα 16 Φεβρουαρίου 2009

Facebook | Μήνυμα: Eleftheria Arvanitaki-To Parapono

Facebook Μήνυμα: Eleftheria Arvanitaki-To Parapono

σκοτεινές διαδρομές


ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
Περπατώ στη βροχή / Με μια κρύα ψυχή
Κι ένα μάρμαρο σώμα

Τους διαβάτες κοιτώ / Που να είσαι ρωτώ
Και σε ψάχνω ακόμα

Του ανέμου οι ριπές / Φέρνουν ανατροπές
Στις σκηνές του μυαλού μου

Γέλιο, κλάμα περνά / Το κορμί διαπερνά
Σαν το ρεύμα κι αγγίζει το νου μου

Σκοτεινές διαδρομές / Με εικόνες γυμνές…
Παρελθόν, αχ! Γιατί με σκοτώνεις;

Τις πληγές μου μετρώ / Να σε σβήσω ζητώ
Μα εσύ δυστυχώς με στοιχειώνεις

Τρίτη 10 Φεβρουαρίου 2009

ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ



ΣΤΟΝ ΚΩΣΤΑ ΚΑΡΥΩΤΑΚΗ

Σαρκαστικό μειδίαμα στα χείλη επλανήθει
Τις τελευταίες γράφοντας λέξεις σου σ’ ένα γράμμα
Τ’ αδιέξοδο των χρόνων σου, άλλο δεν εδυνήθει
Να προσπεράσει πνίγοντας την θλίψη και το κλάμα

Σατιρική διάθεση προβάλλεται στον στίχο
Ισορροπία ψάχνοντας να βρει το άτομο σου
Μια καταξίωση ζητάς μια φωνή , έναν ήχο
Ξεφεύγοντας απ’ τον ατομικό υποκειμενισμό σου

‘Εψαχνες για ιδανικά, μα πουθενά δεν βρήκες
« έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών» ως γράφεις
Προτίμησες τον θάνατο, στους δυνατούς ανήκες
Με το αίμα σου ΑΘΑΝΑΤΟΣ στο μνήμα υπογράφεις.