Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Η ΤΙΜΩΡΙΑ (ΠΕΖΟΓΡΑΦΗΜΑ ΣΕ ΣΥΝΕΧΕΙΕΣ)


               Η ΤΙΜΩΡΙΑ

     

 




Ντριιν!!!
Το τηλέφωνο της ενδοεπικοινωνίας που ήταν πάνω στο γραφείο της Νατάσσας χτύπησε . Εκείνη απάντησε πατώντας το κουμπί,
-Ναι.!
 Ήταν η φωνή της ιδιαιτέρας της
-Ο κύριος Ζαν σας ζητά στο γραφείο του.  
-Εντάξει έρχομαι αμέσως. 
Η Νατάσσα τεντώθηκε στην καρέκλα του γραφείου της . Κατόπιν μάζεψε τις σκόρπιες φωτογραφίες των μοντέλων που είχε μπροστά της, έσβησε το μισοτελειωμένο τσιγάρο της, και σηκώθηκε. Άνοιξε την πόρτα και κατευθύνθηκε προς το γραφείο του Ζαν.
        - Καλημέραα! Είπε χαρούμενα σέρνοντας τον τόνο της φωνής της . Τι κάνουμε σήμερά; Πρωινός βλέπω, πώς κι έτσι;
        Ο Ζαν ήταν μισοξαπλωμένος πάνω στην δερμάτινη πολυθρόνα πίσω από το τεράστιο τέλεια επιμελημένο και καλοσιγυρισμένο  γραφείο του. Μόλις είδε την Νατάσσα να μπαίνει μέσα ,σηκώθηκε την πλησίασε και παίρνοντας το χέρι της το φίλησε σαν τέλειος ιππότης.    
        - Κάθισε κορίτσι μου, όταν σε βλέπω μου φτιάχνεις τη μέρα, δεν στο ‘ χω πει! Ήπιες καφέ;
       - Ναι σ΄ ευχαριστώ
        - Νατάσσα , το Σάββατο πετάω για Μιλάνο. Θέλω να έρθεις μαζί μου. Η επίδειξη μόδας που θα γίνει εκεί σε αφορά .Θέλω να κλείσεις δυο μοντέλα δικά μας για την πασαρέλα.
       - Ζανώ μου αδύνατον, του είπε χαϊδευτικά.. Η μικρή έχει στο σχολείο γιορτή και πρέπει να πάω οπωσδήποτε. Της το έχω υποσχεθεί.
        - Μη μου το κάνεις αυτό, υπολογίζω στη δική σου παρουσία. Της είπε .
       Η Νατάσσα τον πλησίασε και αγγίζοντας του τη μύτη χαϊδευτικά του είπε
       - Αδύνατον γλυκέ μου πρέπει να μάθεις να ζεις και χωρίς εμένα . Θα πάρεις τα μοντελάκια που θα σου κλείσω και θα πας.
        Ο Ζαν ήταν ο καλός της άγγελος . Ο πατέρας που είχε χάσει εδώ και δώδεκα χρόνια. Ήταν εκείνος που της έδωσε κουράγια , δύναμη και στέγη για να μπορέσει να συνεχίσει να ζήσει και να αναστήσει την μικρή   της Στέφη, όταν κατέβηκε στην Αθήνα από το χωριό της και βρέθηκε ολομόναχη μ’ ένα παιδί στα σπλάχνα της μέσα σ’ αυτή τη ζού
                                               

      Οι ετοιμασίες για το Πάσχα είχαν αρχίσει. Ήταν Μεγαλοβδομάδα. Τα σχολεία είχαν κλείσει και η Τασούλα το είχε ρίξει στο διάβασμα. Δεν έπρεπε να χάσει ούτε ώρα . Έπρεπε να περάσει οπωσδήποτε στο πανεπιστήμιο για να κατέβει στην Αθήνα, το χωριό δεν την κρατούσε πια. Ήθελε να πάει κοντά στο Στέφανο, στον αγαπημένο της Στέφανο που πριν ενάμιση χρόνο σχεδόν ,είχε περάσει στη Νομική, είχε φύγει μακριά της . Τον έβλεπε μόνο τις γιορτές και το καλοκαίρι στις διακοπές. Είχαν μεγαλώσει μαζί, στην ίδια γειτονιά, είχαν περπατήσει στους ίδιους δρόμους, είχαν εξομολογηθεί τα όνειρά τους ο ένας στον άλλον και είχαν νιώσει το ίδιο σκίρτημα  του έρωτα στις καρδιές του.
Πριν φύγει ο Στέφανος για την Αθήνα , της είχε ζητήσει να ολοκληρώσουν την σχέση τους , να γίνει για πάντα δική του. Και εκείνη χωρίς αναστολές , χωρίς δεύτερη σκέψη το είχε δεχτεί . Ήταν η ζωή της, τον αγαπούσε με όλη τη δύναμη της ψυχής της. Στη μικρή κλειστή επαρχιακή πόλη που ζούσε, όλοι λίγο πολύ ήξεραν το δεσμό τους . Μόνο ο πατέρας της δεν είχε ιδέα . Ήταν άνθρωπος παλαιών αρχών και δεν καταλάβαινε από έρωτες και κουραφέξαλα όπως έλεγε. Η μάνα της δεν είχε και πολύ λόγο μες το σπίτι « ότι πει ο πατέρας σου» έλεγε σε κάθε τι που η Τασούλα ζητούσε . Ήταν μοναχοκόρη, είχε δυνατό χαρακτήρα και πείσμα, ήθελε να πετύχει στη ζωή της και ήξερε ότι μόνο με τα γράμματα θα μπορούσε να πετύχει και προσπαθούσε να είναι καλή μαθήτρια , άριστη.
       Τελευταία τάξη του Λυκείου και τα όνειρά της θα γινόντουσαν αληθινά . Θα έφευγε επιτέλους από το χωριό. Η Αθήνα γι αυτήν ήταν κάτι μαγικό, έτσι την φανταζόταν. Με τον πατέρα της είχαν έρθει πολλές φορές σε σύγκρουση. Δεν ήθελε να την αφήσει να πάει μόνη της . Η Τασούλα είχε βάλει τον καθηγητή της να του μιλήσει και να τον πείσει Τα κατάφεραν με την συμφωνία ότι θα πήγαινε και η μάνα της μαζί.

-           Μάνα πάω στην εκκλησία . Φώναξε η Τασούλα.
Πήρε τη ζακέτα της και κατέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά χωρίς να περιμένει απάντηση.
« πρέπει να ήρθε ο Στέφανος» σκέφτηκε.
Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Θα περνούσε από το σπίτι του πριν πάει στην εκκλησία. Η μάνα του την αγαπούσε και έβλεπε με καλό μάτι τη σχέση τους. Άλλωστε η οικογένεια  της Τασούλας ήταν  από τις καλύτερες και τις πλουσιότερες του χωριού και η ίδια ένα πανέμορφο και καλό κορίτσι.
      -Κυρά Ελπίδα καλώς τα δέχτηκες. Άκουσε την γειτόνισσα να φωνάζει καθώς πλησίασε κοντά στο σπίτι του .
«Ήρθε , ήρθε» μονολόγησε και η καρδιά της άρχισε να χτυπά σαν τρελή. Θα ήταν μαζί για δεκαπέντε μέρες.
        Προχώρησε και σταμάτησε έξω από την αυλόπορτα . Η μητέρα του την καλωσόρισε.
-Καλησπέρα κυρία Ελπίδα, χρόνια πολλά , καλώς τα δέχτηκες της είπε η Τασούλα.
-Καλώς τα δεχτήκαμε κόρη μου, της είπε εκείνη και της έκλεισε πονηρά το μάτι. Πέρασε μέσα.
-Όχι! Όχι! Πείτε στο Στέφανο θα τον δω στην εκκλησία είπε και ένιωσε τα μαγουλά της να πετούν φλόγες.
Απομακρύνθηκε με γρήγορα βήματα και η κυρία Ελπίδα την καμάρωνε.
« Τι όμορφο κορίτσι που έγινε, στητό σαν λαμπάδα, ψηλό, με τα ξανθά της μαλλιά να πέφτουν σαν χείμαρρος στην πλάτη της…» την έφτυσε να μη τη  βασκάνει και μπήκε μέσα στο σπίτι.
Ο Στέφανος ήταν ξαπλωμένος στο μικρό ντιβανάκι του δωματίου.
- Σήκω αγόρι μου , μόλις τώρα πέρασε η Τασούλα , πάει στην εκκλησία , θα σε περιμένει εκεί .. Άντε σήκω!
Ο Στέφανος σηκώθηκε . Πήγε στο νιπτήρα και έριξε λίγο νερό στο πρόσωπό του . Ήταν ψηλός με μαύρα σγουρά μαλλιά , που τα είχε αφήσει να μακρύνουν από τότε που πήγε στην Αθήνα, με μουσάκι φοιτητικό και αέρα πρωτευουσιάνικο. Τώρα πια ξεχώριζε από τα άλλα συνομήλικά  του αγόρια του χωριού.
       Φόρεσε ένα λευκό πουκάμισο, τζιν παντελόνι και ένα δερμάτινο σακάκι .
-Μάνα φεύγω!
-Στο καλό αγόρι μου είπε η κυρία Ελπίδα και τον σταύρωσε καθώς έβγαινε από την πόρτα. Ήταν το καμάρι της.

Στον περίβολο της εκκλησίας ήταν μαζεμένα όλα τα παιδιά και γελούσαν λέγοντας διάφορα αστεία και πειράζοντας ο ένας τον άλλον. Μόλις έφτασε ο Στέφανος μονοπώλησε το ενδιαφέρον όλων. Σε κάποια στιγμή έσκυψε στην Τασούλα .
-Θα σε περιμένω πίσω από την μάντρα του Ντάνου . της είπε.
        Η Τασούλα μετά από λίγο ξέφυγε από την συντροφιά. Όταν έφτασε στο σημείο του ραντεβού τους ο Στέφανος ήταν ήδη εκεί. Έπεσε στην αγκαλιά του, φιλήθηκαν αμέτρητες φορές  πριν μιλήσει ο ένας στον άλλον. Μιλούσαν τα χείλη τους, τα κορμιά τους, τα μάτια τους.
       -Στέφανε  πόσο μου λείπεις!  Ψιθύρισε η Τασούλα με κομμένη σχεδόν την ανάσα της από τον πόθο.
       - Κι εμένα καρδιά μου είπε ο Στέφανος .  Δεν έβλεπα την ώρα να σε σφίξω στην αγκαλιά μου .  Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ!!!
        Τα χέρια του  ανεβοκατέβαιναν στο κορμί της ,την χάιδευαν με πάθος και το ίδιο παθιασμένα ανταποκρινόταν και εκείνη στο άγγιγμά του.  
       Ο αχυρώνας δίπλα στη μάντρα, έγινε η ερωτική φωλιά τους εκείνο τα βράδυ.

        Η περίοδος των εξετάσεων έφτασε. Η Τασούλα δεν ένιωθε πολύ καλά τον τελευταίο καιρό. Κάτι ζαλάδες, κακό στομάχι… Από το άγχος θα ‘ναι της έλεγε η μάνα της. Άμα με το καλό τελειώσεις θα περάσουν όλα.
       Ένα πρωί όμως καθώς σηκώθηκε από το κρεβάτι, της ήρθε μια σβυσμάρα  κι έπεσε κάτω. Ο πατέρας της ανησύχησε
-Να το πας το παιδί στο γιατρό. Είναι χλωμό κι αδύνατο. Είπε στη γυναίκα του. Άντε μη μας βρει καμιά συμφορά. Δεν τη βλέπεις που δεν έχει όρεξη;
Το άλλο πρωί κιόλας ξεκίνησαν με τη μάνα της να πάνε στο γιατρό. Η Τασούλα έτρεμε. Αν ήταν αυτό που φοβόταν; Τι θα έκανε;
Ο φόβος της δεν άργησε να βγει αληθινός. Ο γιατρός διέγνωσε εγκυμοσύνη. Και κεραυνός να είχε πέσει πάνω στο κεφάλι της μάνα της δεν θα την είχε αποσβολώσει έτσι. Έχασε το χρώμα της , έχασε τη μιλιά της , έχασε τη γη κάτω από τα πόδια της . Το μόνο που μπόρεσε να ψελλίσει ήταν «ποιος;»
        Στην επιστροφή, η Τασούλα δεν έβγαλε ούτε μια λέξη από το στόμα της. Τα δάκρυα κυλούσαν στα μαγουλά της και χιλιάδες σκέψεις έτρεχαν στο μυαλό της . Έπρεπε να ειδοποιήσει τον Στέφανο. Εκείνος θα της έλεγε τι θα έκαναν. Όταν έφτασαν στο σπίτι  έτρεξε και κλειδώθηκε στην κάμαρά της . Το μεσημέρι ή μάνα της θα το έλεγε στον πατέρα της.
       Άστραψε και βρόντηξε ο κυρ-Αντώνης μόλις έμαθε τι είχε συμβεί. Αυτός που ήθελε πάντα να περπατάει με το κεφάλι ψηλά, με το μέτωπο καθαρό, που ήθελε την κόρη του υπόδειγμα , ντροπιάστηκε.
Χτύπησε το χέρι του στο τραπέζι και φώναξε
-Να φύγει, δεν έχω πια κόρη. Με ξεφτίλισε. Να μαζέψει τα πράγματά της και να φύγει. Ποιος ξέρει με ποιόν πήγε κι έβγαλε τα μάτια της.
Η Τασούλα είχε κουρνιάσει στο κρεβάτι της και έτρεμε. Τον φοβόταν τον πατέρα της από μικρό παιδί. Τον φοβόταν και τον αγαπούσε. Άκουσε την αυλόπορτα να κλείνει με δύναμη και ταυτόχρονα την πόρτα της κάμαράς της να χτυπά . Σηκώθηκε και άνοιξε.
-Φωτιά που μας άναψες! Είπε κι άρχισε να συγυρίζει νευρικά το δωμάτιο παίρνοντας  ένα  ρούχο από τη μια μεριά και πηγαίνοντας στο στην άλλη. Τι να κάνω τώρα ; πώς να μερέψω το θεριό; Τόσα όνειρα είχαμε κάνει για σένα. Γιατί μας το ‘κανες αυτό; Ποιος είναι πες μου.
       Η Τασούλα δεν μιλούσε μόνο σκεφτόταν πώς θα ειδοποιούσε τον Στέφανο. Έπρεπε να τον πάρει τηλέφωνο.
      Όταν ξαναγύρισε ο πατέρας της είχε νυχτώσει. Κάτι πήγε να του πει η μάνα της μα δεν την άφησε.
-Να φύγει. Αύριο το πρωί να φύγει!!!
Η Τασούλα κατάλαβε πως αυτό που έλεγε το εννοούσε. Η πίκρα της είχε σταθεί  κόμπος στο λαιμό. Σηκώθηκε πήρε ένα μικρό σακίδιο έβαλε μέσα τα πράγματά της και σ’ ένα χαρτί έγραψε
« Σας αγαπώ. Ίσως ξαναβρεθούμε».
Περίμενε να πάνε για ύπνο και σιγά σιγά σαν κλέφτης, άνοιξε την πόρτα και έφυγε μέσα στη νύχτα.     

Τετάρτη 20 Ιουνίου 2012

Η ΓΙΟΡΤΗ (ΔΙΗΓΗΜΑ)




                                              Η ΓΙΟΡΤΗ



                Η κυρά-Βασιλική άνοιξε τα μάτια της. Το υπνοδωμάτιο ήταν σκοτεινό , μόνο το φως από το καντηλάκι της έφεγγε. Δίπλα στο μικρό τραπεζάκι που χρησιμοποιούσε για κομοδίνο , ακούγονταν ο ρυθμικός χτύπος του ρολογιού . Του έριξε μια ματιά.
-Πεντέμισι η ώρα , μονολόγησε , αργεί ακόμα να ξημερώσει . Ας σηκωθώ εγώ , όλα πρέπει να γίνουν στην ώρα τους .
Ο κόκοράς της στην αυλή είχε αρχίσει κι όλας να λαλάει .
           Ξημέρωνε μεγάλη γιορτή , του Αϊ-Δημήτρη . Η μικρή εκκλησούλα του χωριού είχε φορέσει τα γιορτινά της .Η κυρά-Βασιλική θα πήγαινε αργότερα ν’ ανάψει ένα κεράκι στη χάρη του . Ήταν θρησκευόμενο άτομο ,είχε βαθιά πίστη μέσα της .Κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί έκανε μια προσευχή μπροστά στα εικονίσματα της. Πάντα παρακαλούσε την Παναγία να’ χει καλά τα παιδιά της , τις νύφες της , τα εγγόνια της ,να ναι καλά στις δουλειές τους και να τους φυλάει από κάθε κακό εκεί στην Πόλη που έμεναν. Σ΄ αυτή την πόλη που όσες φορές κατέβαινε η κυρά-Βασιλική , αργά και που, γύριζε πίσω παραζαλισμένη και έκανε μια βδομάδα να συνέρθει.
-Απαπα!! Πως αντέχουνε έλεγε .Καλέ θεριό να σε καταπιεί είναι ! Εγώ θέλω να μ’ αξιώσει ο θεός να κλείσω τα μάτια μου εδώ στον τόπο μου .
           Σηκώθηκε αργά – αργά . Ο κυρ-Δημητρός  ροχάλιζε στο διπλανό προσκεφάλι .
-Άκου , άκου πως κάνει σαν τρακτέρ! Σταμάτα μωρέ άνθρωπε του θεού!
Πάντα συνήθιζε να παραμιλάει, να λέει τις σκέψεις της δυνατά, άλλωστε από τότε που έφυγε και ο μικρός της γιος , μες’ το σπίτι δεν είχε κανέναν ή με τις φωτογραφίες ή με την γάτα έπιανε κουβέντα.

 Τέσσερις γιους ανάστησε σ’ αυτό το σπίτι η κυρά-Βασιλική .Τέσσερα παλικαριά μέχρι κει απάνω.
            Δύσκολα χρόνια μα γεμάτα χαρά , γέλιο. Ήταν χαρούμενοι άνθρωποι και αυτή και ο άντρας της ο κυρ-Δημητρός ,αγαπούσαν τα παιδιά και την οικογένεια κι αν ήθελε ο θεός θα έκαμαν κι άλλα. Κρυφός της πόθος ήταν μια κορούλα μα δεν ήρθε. Είχε τώρα τέσσερις  νύφες ,καλές, την αγαπούσαν και τις αγαπούσε κι αυτή .Όποτε πήγαινε στα σπίτια τους θυσία γινόντουσαν .
-         Και τι θες μάνα …και μην κουράζεσαι μάνα…ας είναι καλά .
 Η κυρά-Βασιλική ξεχείλιζε από περηφάνια όταν μιλούσε για τα παιδιά της. Είχε κατορθώσει με χίλιες δύο στέρησης να τα σπουδάσει όλα.

            Ο μεγάλος της γιος ο Θάνος είχε τελειώσει την Ανωτάτη Εμπορική και τώρα ήταν διευθυντής σε μια μεγάλη εταιρεία με πολύ καλό μισθό . Η γυναίκα του η Μαρία ήταν καθηγήτρια σε κάποιο γυμνάσιο . Φιλόλογος . Γνωρίστηκαν όταν ήταν ακόμα φοιτητές . Αγαπιόντουσαν πέντε χρόνια .Σαν τώρα θυμάται η κυρά-Βασιλική τη μέρα που ο Θάνος της έφερε την Μαρία στο χωριό να την  γνωρίσουν . Τα μάτια της είχαν γεμίσει δάκρυα , δάκρυα χαράς .
-Να ζήσετε παιδιά μου , πάντα ευτυχισμένα!
            Την αγκάλιασε και την φίλησε . Στο πρόσωπό της είδε την κόρη που δεν είχε. Μα και η Μαρία από την πρώτη στιγμή την ένιωσε σαν μάνα. Τώρα είχαν και μια κορούλα τη Βασούλα , της έδωσαν το όνομα της γιαγιάς ,από τη μέρα που γεννήθηκε η κυρά-Βασιλική της έπλεκε με το βελονάκι προικιά .
-Ψυχή μου , της  έλεγε, σαν θα ’ρθει η ώρα η καλή να παντρευτείς αυτά θα ναι ενθύμια της γιαγιάς σου….

           Ο δεύτερος γιος της ο Πέτρος  σπούδασε δικηγόρος . Είχε δικό του γραφείο στην Αθήνα και όπως της έλεγαν της κυρά-Βασιλικής έτρεχε όλη μέρα στα δικαστήρια .Δεν καταλάβαινε τι σόι δουλειά ήταν αυτή ,αλλά πρέπει να ήταν σπουδαίος γιατί όταν μιλούσε είχε πάντα ένα ξεχωριστό ύφος. Και η γυναίκα του η Θάλεια , ήταν κι αυτή δικηγόρος . Όποτε πήγαινε η κυρά-Βασιλική στο σπίτι τους ,ήταν και οι δύο χωμένοι σε μια στοίβα από φακέλους και χαρτιά.
          Ο Πέτρος και η Θάλεια έχουν μια μόνιμη γυναίκα που κάνει τις δουλειές και τους μαγειρεύει στο σπίτι . Δεν έχουν κάνει ακόμα παιδιά . Μα και πότε να τα κάνουν ? Ούτε για φαγητό δεν συναντιούνται. Η κυρά-Βασιλική στεναχωριέται.
-Παιδιά μου η πολύ δουλειά τρώει τον αφέντη πότε θα κάνετε κανένα παιδάκι? Τώρα που είστε νέοι πρέπει να χαρείτε.
          Η Θάλεια ήταν κοπέλα που είχε μεγαλώσει στην πόλη και όποτε ερχόταν στο χωριό δεν ένιωθε και τόσο άνετα ,γι αυτό ερχόντουσαν σπάνια , αυτό ήταν και το παράπονο της Κυρά-Βασιλικής .¨Όμως σήμερα της είχαν πει στο τηλέφωνο ότι θα ‘ρθουν και πετούσε από τη χαρά της.
-Αχ! Πέτρο μου , αχ! παιδάκι μου, το θυμάμαι με τα κοντά του παντελονάκια  , σκαρφάλωνε στα δέντρα κι έστηνε ξόβεργες . Είχε φτιάξει ένα μεγάλο κλουβί και το είχε γεμίσει πουλιά . Τα αγαπούσε και τα φρόντιζε . Ήταν πάντα πρώτος μαθητής , Ο κυρ-δάσκαλος της έλεγε .
-Κυρά-Βασιλική αυτό το παιδί θα γίνει σπουδαίος , θα πάει
  μπροστά έχει πολύ μυαλό στο κεφάλι του.
-Απ το στόμα σου και στου θεού τ’ αυτί κυρ-δάσκαλε έλεγε κι έκανε το σταυρό της.


            Ο τρίτος της γιος ο Γιώργης της είχε μπει στο πανεπιστήμιο στην Ιατρική. Όταν το έμαθε τρελάθηκε από την χαρά της . Ο Γιώργης της γιατρός δεν μπορούσε να το πιστέψει Του κυρ-Δημητρού το βλέμμα , θυμάται ήταν λίγο σκοτεινό όταν το ‘μαθε κάτι έσκιαζε την χαρά του.
-Τι έχεις Δημητρό μου τον ρώτησε.
-Βασιλική πρέπει να σφίξουμε κι άλλο το ζωνάρι, δεν ξέρω αν θα τα βγάλουμε πέρα, τα έξοδα μεγαλώνουν τώρα που πρέπει να πάει κι ο Γιώργης μας στη ν Αθήνα.
-Ξερό ψωμί Δημητρό μου, το παιδί πρέπει να σπουδάσει , στην ανάγκη θα πουλήσουμε κι εκείνο το χτηματάκι που έχουμε στον Αϊ-Γιώργη είπε αποφασιστικά . Ξερό ψωμί!
Έτσι έφυγε και ο Γιώργης της για την Αθήνα.
Ήταν ένα κομμάτι μάλαμα αυτό το παιδί πάντα την πονούσε και την βοηθούσε μέσα στο σπίτι . Προκομμένο ,πρόθυμο.
-Μην κουράζεσαι μάνα ,της έλεγε, πες μου τι θέλεις να σε βοηθήσω εγώ.
-Να ‘χεις την ευχή μου γιόκα μου ο θεός να σε ‘χει πάντα καλά , του απαντούσε , του χάιδευε τα μαλλιά και τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα.
           Ο Γιώργης της στην Αθήνα σπούδαζε και έβγαζε και τα έξοδα του παραδίδοντας μαθήματα σε μικρά παιδιά . Έτσι τέλειωσε και σήμερα είναι ένας σπουδαίος γιατρός όπως λέει η κυρά-Βασιλική με καμάρι στους συγχωριανούς της.
            Γνώρισε και παντρεύτηκε την Καιτούλα ,χρυσό κορίτσι , νοικοκυρά ,γλυκιά πάντα με το χαμόγελο και με μια καλή κουβέντα στα χείλη . Α! αυτή την  ξεχώρισε και την αγαπάει περισσότερο απ’ όλες…
            Όταν ήταν να γεννήσει το πρώτο τους παιδί ,τον Δημητράκη, έπαθε μια περίεργη αρρώστια  η κυρά-Βασιλική δεν την είχε ξανακούσει εκλαμψία της την είπαν και παρ’ ολίγο να πεθάνει .Εκεί να δεις προσευχές και δάκρυα .
-Παναγιά μου σώσε το κορίτσι μου τη Καιτούλα μου, έλεγε , αν είναι να πάρει κάποιον πάρε εμένα και άναβε το καντηλάκι της μέρα νύχτα.
            Όλα πήγαν καλά και ο εγγονός της ήρθε όλο υγεία ,όμορφος και πολύ σκανταλιάρης , σωστός διαβολάκος . Τίποτα δεν αφήνει όρθιο όταν έρχεται στο χωριό και εκείνη μαζί με τον κυρ-Δημητρό σωστοί χαζοπαππούδες  δεν του χαλάνε χατίρι.
-Άστο το παιδί! Μαλώνει ο παππούς την Καίτη άμα πάει να πει τίποτα .   Άστο!  Εδώ εγώ κάνω κουμάντο .
-Μα…!
-Δεν έχει μα!…
           Γι αυτό και τον Δημητράκη όταν έρθει η ώρα να φύγουνε με το ζόρι τον ξεκολλάνε από την αγκαλιά του παππού του.

  Όταν έφυγε ο Γιώργης της για την Αθήνα , το σπίτι άδειασε ,  της έμεινε μόνο ο Νίκος , το στερνοπούλι της. Πήγαινε ακόμα σχολείο. Δεν αγαπούσε και πολύ τα γράμματα , το νου του τον είχε όλο στο παιχνίδι.  Καημό η κυρά-Βασιλική….
-Κάθισε βρε παιδάκι μου να διαβάσεις ,του έλεγε , δε  βλέπεις τα αδέρφια σου που σπουδάζουν , που θα γίνουν χρήσιμοι άνθρωποι στην κοινωνία? Εσύ τι θα κάνεις? Αν  μείνεις εδώ στο χωριό θα γίνεις αγρότης στα χωράφια , νύχτα θα σηκώνεσαι, νύχτα θα γυρνάς σαν τον πατέρα σου . Το χωριό δεν έχει μέλλον , το μέλλον είναι στα βιβλία . Μακάρι να μ’ έστελνε και μένα ο πατέρας μου να μάθω γράμματα , αλλά εκείνα τα χρόνια μόνο στο όνειρό μας….        
  Πες –πες η κυρά Βασιλική κατόρθωσε να περάσει το μήνυμα που ήθελε και στο Νίκο.
           Ο Νίκος της που αγαπούσε τη ζωή στο χωριό σπούδασε γεωπόνος και τώρα που πήρε το πτυχίο λογάριαζε να γυρίσει πίσω και ν’ ασχοληθεί με τη γη.
           Ήταν  και νιόπαντρος , είχε γνωρίσει τη Σοφία , ερωτεύτηκαν, η Σοφία έμεινε έγκυος και παντρεύτηκαν μάνι-μάνι . Της Σοφίας ο πατέρας ήταν μεγαλέμπορος και έτσι ανέλαβε τα πρώτα τους έξοδα.
          Η κυρά-Βασιλική στην αρχή πήγε να πεθάνει από τη  στεναχώρια της . Ο γιος της σώγαμπρος !!! Η περηφάνια της δεν μπορούσε να το δεχτεί κάτι τέτοιο . Τα τσούγκρισε με το Νίκο. Δεν ήθελε να πάει μήτε στο γάμο. Όμως σαν γνώρισε τη Σοφούλα και είδε πόσο τον αγαπούσε και τον φρόντιζε , μαλάκωσε την καλοδέχτηκε και τώρα περιμένει και το τρίτο της εγγονάκι.

 Η κυρά-Βασιλική  ανακάθισε στην πλάτη του κρεβατιού και σκούντηξε τον άντρα της .
-Άντε Δημητρό μου σήκω!: Έχουμε πολλές δουλειές μπροστά μας , σαν φτάσουν τα παιδιά πρέπει να ‘ναι όλα έτοιμα .
-Αμάν βρε γυναίκα πάντα βιαστική ! Όλα θα γίνουν !
-Άκου που σου λέω , σήκω και …ΧΡΟΝΙΑ σου ΠΟΛΛΑ. Σε λίγες ώρες το σπιτικό μας θα γεμίσει ζωή θα γεμίσει χαρά ,όπως το ν παλιό καλό καιρό. Για λίγες μέρες δεν θα ’μαστε δύο κούτσουρα θα ‘μαστε μια μεγάλη ευτυχισμένη οικογένεια.
-Και του χρόνου Δημητρό μου ….και του χρόνου!!!!!

                                 Τ Ε Λ Ο Σ



ΒΡΑΔΥΑ  ΒΡΑΒΕΥΣΗΣ ΤΩΝ ΓΛΥΦΑΔΙΩΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΝΩΣΗ ΕΛΛΗΝΙΔΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΝΕΟΤΗΤΑ (Ε.Ν.Ε.Ο.Ν.)

ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΤΗΝ ΠΡΟΕΔΡΟ Κ, ΜΑΤΑ ΠΑΠΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΙΜΗ ΠΟΥ ΜΟΥ ΕΚΑΝΕ!!! 





ΜΕ ΤΟΝ ΑΓΑΠΗΜΕΝΟ ΣΠΥΡΟ ΦΩΚΑ
ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΟΥΝ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΗΜΕΡΕΣ ΣΕ ΠΟΛΛΑ ΜΕΡΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΒΙΒΛΙΟΥ ΚΑΛΟ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΤΙΣ ΕΠΙΣΚΕΠΤΟΜΕΘΑ!!!